- Κασμίρ
- (Kashmir). Ιστορική γεωγραφική περιοχή (222.236 τ. χλμ., 12.649.917 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Ασίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της ινδικής ενδοχώρας. Συνορεύει στα ΒΑ με το Αφγανιστάν και με την Κίνα, στα Ν με τα ινδικά κρατίδια Χιματσάλ Πραντές και Παντζάμπ και στα Δ με το Πακιστάν.
Το Κ. είναι χωρισμένο σε δύο τομείς: στο ινδικό κρατίδιο Τζάμου και Κ. (138.993 τ. χλμ., 10.069.917 κάτ. το 2001), με θερινή πρωτεύουσα τη Σριναγκάρ (894.940 κάτ. το 2001) και χειμερινή την Τζάμου (378.431 κάτ. το 2001), και στο πακιστανικό Αζάντ Κ. (83.807 τ. χλμ., 2.580.000 κάτ. το 1998), με πρωτεύουσα τη Μουζαφαραμπάντ (16.400 κάτ.).
Το Κ. είναι μία από τις υψηλότερες ζώνες της Γης και περιλαμβάνει μέσα στα όριά του, που άλλωστε δεν είναι εύκολο να καθοριστούν με ακρίβεια, τα ανάγλυφα Καρακόρουμ και τα βόρεια τμήματα της αλυσίδας των Ιμαλαΐων με κορυφές οι οποίες ξεπερνούν τα 8.000 μ., όπως η K2 (ή Γκόντγουιν Όστιν, 8.611 μ.) και η Νάνγκα Πάρμπατ (8.125 μ.). Το κλίμα είναι αλπικού τύπου με έντονες ημερήσιες διακυμάνσεις και βροχοπτώσεις όχι άφθονες αλλά αρκετές για τις γεωργικές ανάγκες. Ο ποταμός Ινδός διασχίζει το Κ. καθώς πηγάζει από τα ΝΑ και, ρέοντας μέσω της κοιλάδας του Κ., κατά μήκος των ιμαλαϊανών αναγλύφων, εισχωρεί στο Πακιστάν, αφού σχηματίσει μια απότομη καμπή προς τον βορρά. Στον Ινδό εκβάλλουν, μέσα στο έδαφος του Κ. ή έξω από αυτό, όλοι οι ποταμοί που διαρρέουν την περιοχή, μεγαλύτεροι από τους οποίους είναι ο Σιοκ και ο Γκίλγκιτ από τα δεξιά και οι Τζέλουμ και Τσενάμπ από τα αριστερά. Πολυάριθμες είναι επίσης οι λίμνες: μεγαλύτερες είναι οι Βουλάρ, Πανγκόνγκ και Τσο Μοράρι.
Ο πληθυσμός, που αποτελείται στο μεγαλύτερο τμήμα του από Κασμίριους, Ντόγκρα και Δάρδους, ασχολείται με τη γεωργία (κριθάρι, σιτάρι, ρύζι και οπωροφόρα δέντρα), την κτηνοτροφία (αιγοπρόβατα), την εκμετάλλευση των δασών (12% της εδαφικής έκτασης), την εριουργία και τη μεταξουργία. Στη νότια περιοχή του Κ. οι κάτοικοι είναι μουσουλμάνοι στα δυτικά της πόλης Τζάμου και στην ανατολική περιοχή είναι ινδουιστές και σιίτες μουσουλμάνοι.
Κυριότερες πόλεις είναι οι δύο πρωτεύουσες του ινδικού Κ.: η Σριναγκάρ που βρίσκεται στον ποταμό Τζέλουμ, η οποία περιβάλλεται από ψηλά ανάγλυφα και είναι υφαντουργικό και εμπορικό κέντρο με μεγάλη κίνηση, και η Τζάμου, στην κοιλάδα των εκβολών του Τάουι (παραπόταμου του Τσενάμπ), που διαθέτει μεγαλοπρεπή τζαμιά και ινδουιστικούς ναούς, καθώς και ένα επιβλητικό φρούριο που δεσπόζει στην κοιλάδα σε υψόμετρο μεγαλύτερο από 450 μ.
Το Κ. αποτελεί αντικείμενο διεκδίκησης μεταξύ της Ινδίας και του Πακιστάν, παρότι η περιοχή έχει ήδη διαμοιραστεί μεταξύ των δύο χωρών από το 1947. Η Ινδία ελέγχει το νότιο τμήμα του Κ. το οποίο έχει οριστεί ως κρατίδιο Τζάμου και Κ. Πριν από την ήττα της Ινδίας στον Σινο-ινδικό πόλεμο, το Τζάμου και Κ. περιλάμβανε και το βορειοδυτικό τμήμα του Κ., το οποίο η Ινδία διεκδικεί ως τμήμα της· τώρα όμως βρίσκεται στην κατοχή της Κίνας με την ονομασία Ακσάι Κιν. Το Πακιστάν ελέγχει το βόρειο και δυτικό τμήμα του Κ., το οποίο έχει προσκτήσει τη μορφή τριών επαρχιών: Αζάντ (Ελεύθερο) Κ. –που περιλαμβάνει την περιοχή των δυτικών συνόρων του Κ., ανάμεσα στο κρατίδιο Τζάμου και Κ. στα Α και στο Πακιστάν στα Δ– Γκιλγκίτ και Μπαλτιστάν (Βόρειες Περιοχές), που βρίσκονται στην οροσειρά Καρακόρουμ στα ΒΔ. Η κυβέρνηση του Αζάντ Κ. προστατεύεται και χρηματοδοτείται από το Πακιστάν.
Ιστορία. Το Κ. έχει υποστεί πολλούς πολέμους λόγω της στρατηγικής θέσης του. Σύμφωνα με την παράδοση, η ονομασία του προέρχεται από τους Κάσι, αρχαίο λαό που ζούσε στις βόρειες ορεινές περιοχές. Η χώρα αποτελούσε στην πραγματικότητα προπύργιο του ινδουισμού, καθώς ο βουδισμός εισήχθη περίπου το 245 π.Χ. Στις αρχές του 14ου αι. μουσουλμάνοι σουλτάνοι διατηρούσαν το Κ. υπό τον έλεγχό τους έως ότου ο Ακμπάρ, ο Μογγόλος αυτοκράτορας του Ινδουστάν, κυρίευσε το Κ. (μεταξύ 1586 και 1592) και το προσάρτησε στη Μογγολική αυτοκρατορία. Μεταξύ 1756 και 1819 το Κ. τελούσε υπό αφγανικό έλεγχο, όταν το κατέκτησε ο σιίτης Ρανζίτ Σιχ, μαχαραγιάς του Παντζάμπ. Το 1846 το Κ. προσαρτήθηκε στο βασίλειο του Ντόγκρα του Τζάμου· η δυναστεία των Ντόγκρα συνέχισε να έχει υπό τον έλεγχό της τη χώρα ώσπου η Βρετανική Ινδία χωρίστηκε στο μουσουλμανικό Πακιστάν και στην ινδουιστική Ινδία (1947).
Μετά τον τεμαχισμό ένα τμήμα του μουσουλμανικού πληθυσμού του Κ. απαίτησε την ένωσή του με το Πακιστάν αλλά εισέπραξε την άρνηση του ινδουιστή μαχαραγιά Χαρί Σινχ. Το Πακιστάν εισέβαλε στην περιοχή και ο μαχαραγιάς υπέγραψε την προσάρτηση της χώρας του στην Ινδική Ένωση. Αμέσως μετά η Ινδία απέστειλε στρατεύματα στο Κ. και στη σύγκρουση που επακολούθησε το Πακιστάν αναγκάστηκε να παραχωρήσει κάποια εδάφη. Με τη μεσολάβηση των Ηνωμένων Εθνών αποφασίστηκε εκεχειρία τον Ιανουάριο του 1949. Μεταγενέστερες προσπάθειες των Ηνωμένων Εθνών να εξασφαλίσουν την απόσυρση των στρατευμάτων και να εφαρμόσουν ένα σχέδιο προς ικανοποίηση και των δύο αντιμαχόμενων μερών απέβησαν ανεπιτυχείς. Σκληρές μάχες στα σύνορα ξέσπασαν το 1965 και το 1971 και οδήγησαν στη δημιουργία ζώνης ελέγχου, η οποία έκτοτε καθόρισε τα σύνορα μεταξύ των περιοχών που βρίσκονταν υπό ινδική ή πακιστανική επιρροή. Στο μεταξύ η Κίνα άρχισε να διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις στη συνοριακή γραμμή του ανατολικού Κ. κατά τη δεκαετία του 1950.
Μετά τις εκλογές του 1987 στο Τζάμου και Κ. οι αναταραχές εντάθηκαν. Από το 1989 οι αυτονομιστές μουσουλμάνοι του Κ. ξεκίνησαν ανταρτοπόλεμο και η Ινδία απάντησε με ενίσχυση των στρατευμάτων της στην περιοχή. Έκτοτε η κατάσταση μεταξύ Ινδίας και Πακιστάν οξύνθηκε· ο τότε Πακιστανός πρωθυπουργός Μπεναζίρ Μπούτο εξέφρασε δημόσια την υποστήριξή του στους επαναστάτες. Τον Ιανουάριο του 1994 οι δύο κυβερνήσεις προέβησαν σε διάλογο σχετικά με την υπόθεση του Κ., χωρίς ωστόσο να επακολουθήσει ιδιαίτερη πρόοδος. Ο ανταρτοπόλεμος ξέσπασε βίαια με απαγωγές ξένων τουριστών που βρίσκονταν στη χώρα. Τον Μάιο του 1996 διεξήχθησαν εκλογές στο Τζάμου και Κ., οι οποίες στιγματίστηκαν –όπως και οι επόμενες, του 1998– από απειλές, βία και μποϊκοτάζ.
Στις αρχές του 1998 ξανάρχισαν διαπραγματεύσεις μεταξύ Πακιστάν και Ινδίας για εξεύρεση λύσης στο φλέγον ζήτημα του Κ., οι οποίες όμως διακόπηκαν τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου από μια σειρά πυρηνικών δοκιμών που πραγματοποιήθηκαν και από τις δύο χώρες. Η Ινδία και το Πακιστάν έφτασαν στα πρόθυρα του πολέμου στην κρίση του Καργκίλ που ξέσπασε τον Μάιο του 1999, όταν οι ισλαμιστές αντάρτες, υποκινούμενοι από το Πακιστάν, έκαναν επιδρομή στην περιοχή που βρίσκεται υπό τον ινδικό έλεγχο. Η Ινδία αντέδρασε με αεροπορικές επιθέσεις σε στόχους ανταρτών, και για τους επόμενους δύο μήνες ινδικά και πακιστανικά στρατεύματα, καθώς και ισλαμιστές αντάρτες συγκρούονταν σε πολύνεκρες μάχες. Οι πολεμικές επιχειρήσεις έπαυσαν τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, όταν το Πακιστάν συμφώνησε να αποσύρει τους ισλαμιστές αντάρτες από την ινδική περιοχή. Ομάδες ισλαμιστών αυτονομιστών συνέχισαν τις επιχειρήσεις στο Τζάμου και Κ., διακηρύσσοντας ιερό πόλεμο (τζιχάντ).
Η βία, τα μποϊκοτάζ και οι απειλές των αυτονομιστών ενάντια στους ψηφοφόρους είχαν ως αποτέλεσμα τη μειωμένη προσέλευση των πολιτών στις εκλογές του 1999, οπότε επανεξελέγη το κόμμα του Εθνικού Κογκρέσου. Στα τέλη του 2000 οι εχθροπραξίες σταμάτησαν όταν η Ινδία διακήρυξε μονομερή κατάπαυση του πυρός για το Ραμαζάνι, τον ιερό μήνα των μουσουλμάνων, όπου το Πακιστάν απάντησε με μια προσφορά ύψιστου περιορισμού στη ζώνη ελέγχου. Τον Ιανουάριο του 2001 διεξήχθησαν τοπικές εκλογές στο ομόσπονδο κρατίδιο του Τζάμου και Κ. για πρώτη φορά μετά από 23 χρόνια, όπου η προσέλευση των ψηφοφόρων ήταν ιδιαίτερα υψηλή.
Η ινδική εκεχειρία παρατάθηκε μέχρι τον Μάιο του ίδιου έτους, ωστόσο οι εχθροπραξίες εξακολούθησαν. Σε κίνηση καλής θέλησης ο Ινδός πρωθυπουργός Ατάλ Μπιχάρι Βατζπαγί προσκάλεσε τον Πακιστανό ηγέτη Περβέζ Μουσάραφ σε διάλογο για τη διευθέτηση του ζητήματος. Ωστόσο η συνάντηση μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών δεν απέφερε θετικά αποτελέσματα και η μονομερής εκεχειρία της Ινδίας έληξε. Οι εχθροπραξίες κλιμακώθηκαν στη ζώνη ελέγχου και τον Οκτώβριο 38 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε επίθεση που έγινε στο συμβούλιο του Τζάμου και Κ. στη Σριναγκάρ. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίστηκαν αλλά τον Ιανουάριο του 2002 ο Μουσάραφ ανακοίνωσε την πρόθεσή του να εξαλείψει τα τρομοκρατικά στοιχεία της περιοχής. Οι εκλογές του Οκτωβρίου 2002 τερμάτισαν τη θητεία του Εθνικού Κογκρέσου, που βρισκόταν στην εξουσία από την ανεξαρτησία του κρατιδίου. Δημιουργήθηκε ένας συνασπισμός διαφόρων κομμάτων, μεταξύ των οποίων και το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα και το Κόμμα του Κογκρέσου, του οποίου ηγήθηκε ο Μοχάμεντ Σαΐντ, αρχηγός του Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος.
Στιγμιότυπο από τη συνάντηση που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2001, ανάμεσα στον Ινδό πρωθυπουργό Ατάλ Μπιχάρι Βατζπαγί με τον πρόεδρο του Πακιστάν στρατηγό Πέρβέζ Μουσάραφ (φωτ.ΑΠΕ).
Ο Μοχάμεντ Σαϊντ μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου του 2002 ηγήθηκε του συνασπισμού διαφόρων κομμάτων, που ανέλαβε την διακυβέρνηση του ινδικού Κασμίρ (φωτ. ΑΠΕ).
Πακιστανός στρατιώτης ελέγχει την περιοχή στη ζώνη ελέγχου κοντά στην πόλη Μουζαφαραμπάντ, του πακιστανικού τμήματος του Κασμίρ (φωτ. ΑΠΕ).
Φωτογραφία της Κοιλάδας του Κασμίρ (κέντρο), από δορυφόρο της NAΣA, τον Νοέμβριο του 1994? βρίσκεται στο ινδικό κρατίδιο Τζαμού-Κασμίρ, σε υψόμετρο 1.645 μ. και περιστοιχίζεται από χιονισμένα, απότομα όρη που αποτελούν τη δυτική προέκταση των Ιμαλαΐων (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov).
Βαρκάδα στη λίμνη Νταλ που βρίσκεται στην πόλη Σριναγκάρ του ινδικού Κασμίρ (φωτ. ΑΠΕ).
Ορυζώνες στην περιοχή του Κασμίρ.
Η κοιλάδα του Τσενάμπ στο Κασμίρ.
Dictionary of Greek. 2013.